Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η πιο σουρεαλιστική τηλεοπτική εκπομπή που έχει γίνει ποτέ. Το τηλεοπτικό πάνελ αποτελούνταν κυρίως από γιαγιάδες και παιδάκια και η θεματολογία της εκπομπής ήταν η κάλυψη ειδήσεων, κυρίως αστυνομικού χαρακτήρα, με τη μορφή μαγκαζίνο.
Προϊόντος του χρόνου η εκπομπή έφτασε να έχει τόσο έγκυρες και έγκαιρες πληροφορίες, που οι ρεπόρτερ της έφταναν πάντα πρώτοι στον τόπο εγκλημάτων, παρουσιάζοντας ανατριχιαστικές εικόνες σε live χρόνο. Ανάμεσα στις ειδήσεις και τις εικόνες από τις φρικιαστικές δολοφονίες, έκαναν στο πλατό την εμφάνιση τους χορεύτριες και τραγουδιστές, που προωθούσαν το νέο κομμάτι τους, ενώ μια ξανθιά «Μπίμπο» συμπλήρωνε τον… πολύ μπροστά από την εποχή του αχταρμά, κάνοντας αστειάκια προς αξιοποίηση των λεπτών δημοσιότητας που της αναλογούσαν.
Το μαγκαζίνο λεγόταν Canal Livre και ο εμπνευστής του, Ουάλας Σόουζα, εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο τηλεαστέρα της Βραζιλίας, εξαργυρώνοντας αργότερα τη δημοφιλία του με καριέρα στην πολιτική. Ο Σόουζα ήταν επίορκος αστυνομικός, που αποπέμφθηκε από το Σώμα το 1987, όταν συνελήφθη για κλοπή καυσίμων και οικονομική απάτη. Μέσω της εκπομπής, όχι μόνο αποκατέστησε πλήρως το όνομα του, αλλά ανήχθη στα μάτια του κοινού σε σταυροφόρο ενάντια στην εγκληματικότητα και στον ατρόμητο λειτουργό που ξεμπρόστιαζε τους εμπόρους ναρκωτικών και τους πολιτικούς, που άφηναν τους πολίτες έρμαια στην ανεξέλεγκτη βία.
Όλα αυτά συνέβαιναν στην 8η μεγαλύτερη πόλη της Βραζιλίας, το Μανάους των 2 εκατ. κατοίκων. Οι αστυνομικοί ρεπόρτερ της πολιτείας του Αμαζόνας ήταν καθηλωμένοι στις τηλεοράσεις τους τις ώρες μετάδοσης της εκπομπής, καθώς όλο το ρεπορτάζ έβγαινε από αυτήν.
Η πληροφόρηση του Σόουζα και των συνεργατών του ήταν κάτι εντυπωσιακό. Το συνεργείο βρισκόταν μονίμως πρώτο στον τόπο του εγκλήματος, εισάγοντας νέα ήθη και έθιμα στην κάλυψη τέτοιων γεγονότων: σωριασμένα πτώματα, συγγενείς να κλαίνε, γείτονες να τα έχουν χαμένα – τα πάντα επιτρέπονταν στο βωμό του πιο μακάβρια έγκυρου αστυνομικού ρεπορτάζ στην τηλεοπτική ιστορία. Σε αρκετές περιπτώσεις, αυτόπτες μάρτυρες ενός εγκλήματος ενημέρωσαν πρώτα το Canal Livre, γνωρίζοντας ότι θα φτάσει μέσα σε λίγα λεπτά και κατόπιν τη βραδυκίνητη αστυνομία. Ο Σόουζα πάντα συνεργαζόταν με τις Αρχές, ώστε να εντοπιστούν και να συλληφθούν οι ύποπτοι, ενώ δεν δίσταζε να παίξει με τη φωτιά, κατονομάζοντας στην εκπομπή του τους εμπόρους ναρκωτικών. Ενίοτε έπαιρνε μέρος μαζί με το συνεργείο του σε αστυνομικές περιπολίες και σε μια εκπομπή είχε ανακρίνει ο ίδιος ένα μέλος συμμορίας που είχε συλληφθεί.
«Καλός εγκληματίας είναι μόνο ο νεκρός εγκληματίας», έλεγε, κοιτώντας κατάματα την κάμερα και αξίωνε τις «σφαίρες» και τον «τάφο» ως μοναδική «ανταμοιβή» για τους Βαρόνους ναρκωτικών. Εξέφραζε διαρκώς την ανάγκη να μπει τέλος στη μάστιγα του εγκλήματος και να τιμωρηθούν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, αναδεικνυόμενος σε ήρωα στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
Αυτή τη δημοτικότητα του αξιοποίησε με την κάθοδο του στον πολιτικό στίβο και την εκλογή του σε βουλευτή με το συντηρητικό κόμμα το 1998. Το 2000 εξελέγη στη Νομοθετική Επιτροπή της Πολιτείας Αμαζόνας με τη μεγαλύτερη διαφορά στην ιστορία. Παράλληλα με την πολιτική πορεία του, συνέχισε να παρουσιάζει το Canal Livre και να καταγγέλλει τη βία και τη διαπλοκή. Ήταν ο γενναίος και ο αδιάφθορος, ο μοναδικός που ύψωνε με τέτοιο τρόπο το ανάστημα του απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Ο Σόουζα ανέλαβε την ηγεσία του Χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος και επανεξελέγη το 2002 και το 2006. Ακολούθως έθεσε τον πήχη πιο ψηλά από μια απλή βουλευτική έδρα, συγκεκριμένα τη γραμματεία Ασφαλείας, που θα του έδινε τον έλεγχο της αστυνομίας στην Πολιτεία.
Ό,τι έχτιζε όμως επί σειρά ετών ο παρουσιαστής – πολιτικός κατέρρευσε πολύ γρήγορα σαν χάρτινος πύργος. Το 2008, μετά από ανώνυμη πληροφορία, συνελήφθη ο έμπορος ναρκωτικών, Μοασίρ Χόρχε ντα Κόστα, πρώην αστυνομικός και σωματοφύλακας του Σόουζα.
Ο γνωστός στην πιάτσα ως «Μόα» κάρφωσε το πρώην αφεντικό του, υποδεικνύοντας τον ως εντολέα του για τη διάπραξη δολοφονιών και ληστειών στη Μανάους, με το αζημίωτο. Ο «Μόα» κατηγορήθηκε για εννιά δολοφονίες καταγγέλλοντας ως ηθικούς αυτουργούς τον άνθρωπο που επί 20 χρόνια παρουσιαζόταν ως τιμωρός του εγκλήματος στην πόλη και τον γιο του, Ράφαελ, που στο μεταξύ είχε αναλάβει ενεργό ρόλο στο πλάι του. Η κατηγορία ήταν ξεκάθαρη: Εγκέφαλος όλων αυτών των δολοφονιών ήταν ο ίδιος ο Σόουζα και αυτή, σύμφωνα με την αστυνομία, ήταν η εξήγηση για την υπερβολικά έγκαιρη άφιξη στον τόπο του εγκλήματος. Η εισαγγελία άσκησε δίωξη στον Σόουζα, βασισμένη και σε κάποια άλλα στοιχεία, πέραν της πληροφόρησης που είχε μόνο το συνεργείο του. Αρκετοί μάρτυρες κατέθεσαν ότι είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά παραγγελία του, ενώ στο σπίτι του βρέθηκε ένα ολόκληρο οπλοστάσιο και πολλά αδήλωτα μετρητά.
Ο ίδιος ο Σόουζα δεν σταμάτησε ποτέ να διακηρύσσει την αθωότητά του, κάνοντας λόγο για πλεκτάνη εναντίον του. Η αλήθεια είναι ότι είχε αποκτήσει ένα σωρό πανίσχυρους εχθρούς, από πολιτικούς έως οργανώσεις διακίνησης ναρκωτικών, όπως η διαβόητη «Familia do Norte» (Οικογένεια του Βορρά), που θα είχαν κάθε λόγο να τον βγάλουν από τη μέση. Επιπλέον, οι περισσότερες καταθέσεις προέρχονταν από άτομα του υποκόσμου που αυτονόητα θα φόρτωναν τα εγκλήματά τους σε κάποιον άλλον και πολλοί από αυτούς τις απέσυραν στη συνέχεια. Στο ντοκιμαντέρ εφτά επεισοδίων του Neftlix, που προβλήθηκε τον Μάιο του 2019 (με τον τίτλο «Killer Ratings») παρουσιάζεται και η προσπάθεια του Σόουζα να φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης τον δήμαρχο της πόλης Ανταΐλ Πινιέιρο, ως εγκέφαλο ενός κυκλώματος παιδεραστίας. Ο κατηγορούμενος και οι υποστηρικτές του απέδωσαν εν μέρει σε αυτόν τη δίωξη εναντίον του.
To 2009 o Σόουζα διαγράφηκε από το κόμμα του και εξέπεσε του βουλευτικού αξιώματος, χάνοντας και τη σχετική ασυλία. Το κατηγορητήριο ήταν βαρύτατο. Περιελάμβανε τη σύσταση συμμορίας, διακίνηση όπλων και ναρκωτικών και τη δολοφονία τουλάχιστον πέντε ανθρώπων. Ο πρώην παρουσιαστής και πολιτικός κρύφτηκε για λίγες ημέρες στο σπίτι της πρώην συζύγου του, διαφεύγοντας τη σύλληψη, τελικά όμως παραδόθηκε.
Σκευωρία ή σύσταση συμμορίας με εγκληματική δράση πέρα από κάθε φαντασία; Ενώπιον της παρουσίας του στο εδώλιο, ο Σόουζα δεν σταμάτησε ποτέ να επιμένει στην αθωότητά του, ομοίως ποτέ όμως δεν έδωσε μια επαρκή εξήγηση για πώς κατάφερνε να… μυρίζει το αίμα με τόση αμεσότητα. Κανείς δεν μπορεί ακόμα να ισχυριστεί με βεβαιότητα αν υπήρξε θύμα των πολέμιών του, ή ένας από τους πιο ανατριχιαστικούς θύτες στην ιστορία της εγκληματολογίας. Η μοίρα του δεν πρόλαβε να κριθεί από δικαστήριο και η υστεροφημία του έμεινε μετέωρη μεταξύ του μανδύα ενός ήρωα και του καμουφλάζ ενός απάνθρωπου. Ο Ουάλας Σόουζα πήρε την αλήθεια μαζί του, αφήνοντας την τελευταία πνοή του το 2010 σε νοσοκομείο του Σάο Πάουλο από ανακοπή καρδιάς.
Του ντοκιμαντέρ του Netflix απλώς πύκνωσε το πέπλο μυστηρίου που εξακολουθεί να καλύπτει μια από τις πιο περίεργες υποθέσεις στα αστυνομικά χρονικά. Πώς ήταν δυνατόν να κρατήσει κρυφό ένα τέτοιο μυστικό επί 20 χρόνια ακόμα και ο πιο ιδιοφυής κακοποιός; Από την άλλη, είναι ρεαλιστικό το σενάριο να συνασπίστηκαν κάποια στιγμή αστυνομία, πολιτικοί, υπόκοσμος και δικαστές για να στήσουν μια τέτοια σκευωρία;
Ο Σόουζα δικάστηκε μόνο στην κρίση των συγγενών των θυμάτων. Ενδεχομένως και στην κρίση των τηλεθεατών, που για πολλούς εξ’ αυτών υπήρχε επί σειρά ετών μόνο ένας άνθρωπος σε όλη τη χώρα υπεράνω πάσης κριτικής.