Πόσο εύκολα γίνονται ξένοι οι άνθρωποι, αλήθεια; Πόσο εύκολα ξεχνάνε οι άνθρωποι. Πόσο εύκολα προχωράνε οι άνθρωποι.
Φαίνεται λειτουργούν με τη λογική της διαγραφής. Φαίνεται πατάνε ένα κουμπί και διώχνουν σε δευτερόλεπτα, πρόσφατους παρελθοντικούς χρόνους, πρόσφατους παρελθοντικούς ανθρώπους.
Και σκέφτομαι, γιατί να μη θέλουν να κρατήσουν μια τόσο δα μικρή ανάμνηση; Γιατί να θέλουν να αδειάσουν τόσο; Λες κι αυτές οι πρόσφατες παρελθοντικές μνήμες θα σκορπιστούν στο χώρο και δε θα αφήσουν άλλες μελλοντικές να έρθουν. Λες και θα τους κάνει τόσο κακό να θυμούνται.
Πόσο εύκολα γίνονται ξένοι οι άνθρωποι. Πόσο γρήγορα αναθεωρούν, πόσο αβίαστα απομακρύνονται. Τραβάνε άλλους δρόμους, χάνονται σε άλλα μάτια. Γίνονται μακρινοί κι αυτοί. Άπιαστοι. Κι ήταν αλήθεια τόσο πολύ αγαπημένοι.
Γίνονται θύμισες κι αυτοί. Να περάσουν σε αντικριστά πεζοδρόμια και να κάνουν ότι δεν είδαν ο ένας τον άλλον. Όχι επειδή τους είναι εύκολο να προσποιούνται, αλλά επειδή δε θα ‘χουν μια δικαιολογία. Δε θα ξέρουν τι να πουν. Θα τους έρθουν σκέψεις πάλι και είπαμε, δε θέλουν να θυμούνται.
Και το πιο άσχημο απ’ όλα, το πιο στενάχωρο, είναι αυτό το «συνήθιζα». «Συνήθιζα να σου μιλάω», «Συνήθιζα να σ’ ακούω», «Συνήθιζα να σε βλέπω», «Συνήθιζα να σε ξέρω». Έτσι λένε οι ξένοι άνθρωποι γι’ αυτούς που συνήθιζαν να ξέρουν. Είναι που τους είχαν στη ζωή τους κάποτε, αλλά πλέον σταμάτησαν να εμφανίζονται.
Σταμάτησε η φωνή τους να ‘ναι η πιο αγαπημένη, σταμάτησε η παρουσία τους να κάνει τον περισσότερο θόρυβο. Στέρεψαν και τα λόγια και τα αγγίγματα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Άφαντη παρουσία, φανερή απουσία.
Κι αν καμιά φορά, μέσα στους τόσους αγνώστους, εκείνοι οι δύο οι λίγο παραπάνω γνώριμοι, πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον, θα κάνουν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Θα κρυφτούν πίσω από δυο άχαρα χαμόγελα, από ‘κείνα που μένουν στα χείλη και δεν προχωράνε στα μάτια.
Ίσως να κοιταχτούν για λίγο, να σιγουρέψουν ότι όλα τα γνώριμα σημεία τους είναι εκεί ακόμα. Να σιγουρέψουν ότι κανένας άλλος μετά από ‘κείνους δεν κατάφερε να αλλάξει τις ατέλειες που λάτρεψαν περισσότερο σε εκείνον τον παρελθοντικό χρόνο. Σε εκείνον τον παρελθοντικό άνθρωπο.
Κι όταν σιγουρέψουν ότι όλα είναι όπως τ’ άφησαν, θα προχωρήσουν, όπως έκαναν και στο τέλος της γνωριμίας τους. Δε θα αφήσουν συναισθηματισμούς να μπουν στη μέση, όχι. Οι συναισθηματισμοί κρατάνε ανθρώπους πίσω κι εκείνοι είναι πολύ εγωιστές για να μείνουν.
Το ‘χουν σε κακό να φύγουν και να ‘ρθουν πάλι. Δε γουστάρουν πισωγυρίσματα. Πρέπει να ‘ναι πολύ σημαντικός εκείνος που θα δεχθεί την επιστροφή. Πόσο μάλλον να τη δεχθεί και να τη συνηθίσει απ’ την αρχή. Να ‘ναι πάλι η καθημερινότητα όπως ήταν, να συνηθίσουν πάλι και οι δυο στην παρουσία.
Να γίνει ξανά το γέλιο του ενός, η χαρά του άλλου. Να γεμίσει ξανά η ζωή τους φωνές, να ξεχειλίσει το παρόν προσδοκίες. Να έχουν κι οι δυο να μιλάνε για το μέλλον, να είναι σπίτι κάθε φορά που αγκαλιάζονται.
Κι όταν θα ‘χουν χορτάσει αγκαλιές και λόγια, ίσως τους περάσει απ’ το μυαλό εκείνος ή εκείνη που άφησαν πίσω για να γυρίσουν στην παλιά τους οικειότητα. Θα ‘ναι εκείνος ο άνθρωπος ο πλέον ξένος. Εκείνος που συνήθιζαν να ξέρουν.
Θα ‘μαι εγώ τώρα εκείνη που συνήθιζες να ξέρεις. Κι αν καμιά φορά βρεθούμε, με εκείνα τα άχαρα χαμόγελα θα λέω από μέσα μου «Πόσο εύκολα γίνονται ξένοι οι άνθρωποι».
Μαριάννα Συμεωνίδη