Γράφει ο Τριστάνος
“Έλα να σου κάνω μια αγκαλιά να περάσει”!
Κοντοστάθηκα, κοιτώντας σε καχύποπτα. Σε κοίταξα και λίγο ειρωνικά. “Τι να μου κάνει εμένα μια αγκαλιά, έτσι όπως είμαι τώρα”;
“Έλα, μη φοβάσαι, θα είναι από κείνες τις ιαματικές, που κανένας γιατρός και κανένα φάρμακο στον κόσμο δεν μπορεί να τις φτάσει”!
Ένιωσα όπως εκείνα τα χρόνια, που σε κάθε δυνατή στεναχώρια, σε μια αποτυχία στο σχολείο ή όταν κάποιος με πείραζε κούρνιαζα στην αγκαλιά της μάνας μου. Ήταν γεμάτη στοργή και μητρική φροντίδα. Μύριζε αγάπη και κατανόηση, ανακατεμένη με την οικεία μυρωδιά του σώματος που γαλήνευε τις αισθήσεις μου!
Και όλα, ως διά μαγείας περνούσαν.
Θυμήθηκα την ήρεμη αγκαλιά της γιαγιάς μου, που μύριζε γιασεμί και βασιλικό, από τα λουλούδια που μεγάλωνε, μαζί με μένα. Και ήταν γεμάτη σοφία και συμπόνια.
Τα χέρια της τραχιά από τις δουλειές στα χωράφια, μα η καρδιά της απαλή σαν μπαμπάκι, χωρούσε όλο τον κόσμο μέσα. Μια αγκαλιά που ακόμη πονάει και μου λείπει.
Τη στιβαρή αγκαλιά του πατέρα μου απέριττη και δυνατή, να με γεμίζει ενέργεια για την πρώτη μου δουλειά. Για να πέσω στη φωτιά και στον αγώνα της ζωής, γερός και ανεξάρτητος.
Κοφτή και αξέχαστη. Μύριζε after save old spice και τσιγάρο. Και ανησυχία. που δεν ήθελε να δείξει.
Μα ήταν απ’ τις καλύτερες αγκαλιές που έχω κάνει. Ένιωσα έτοιμος με όλους να τα βάλω και νικητής αλώβητος να βγω!
Όπως εκείνες τις δυνατές αγκαλιές της φίλης μου, μετά από ένα χαμένο έpωτα, που με κρατούσε γερά και μου λέγε: “δεν πειράζει” και εγώ έκλαιγα στο ώμο της και έλεγα ότι “δεν πρόκειται να ξαναγαπήσω”.
Μου ‘λεγε “θα περάσει” και με κρατούσε σφιχτά και σιγά-σιγά άρχισα να την πιστεύω ότι λέει αλήθεια. Μύριζε νιάτα αγνά και άσπιλα, γεμάτα αθωότητα και δίψα για ζωή.
Κι έκλαιγε μαζί μου για συμπαράσταση, μέχρι το πρωινό να μας βρει, με την αφέλεια της νιότης, να γελάμε με βλακείες. Θυμήθηκα την αγκαλιά της αγαπημένης μου, όταν μετά από τρεις μήνες την είδα ξανά, τότε που υπηρετούσα στο στρατό.
Και μύριζε πόθο και ανυπομονησία. Και τα κορμιά πετούσαν φλόγες από την έλλειψη, ζεματώντας τα χέρια, που έτρεχαν σε όλα τα σημεία και αρνιόντουσαν να χωριστούν, λες και ξανά δεν θα αγκαλιαζόντουσαν.
Ανεξίτηλα τα σημάδια της, ακόμα πάνω μου!
Κι έτσι έμαθα και ‘γω να αγκαλιάζω. Αγκαλιές σε λιμάνια και σταθμούς, που σηματοδοτούσαν το τέλος ή την επανασύνδεση. Που έκρυβαν φόβο, έpωτα, ελπίδα και αποχαιρετισμό.
Αγκαλιές σε παιδιά, σε φίλους, σε γονείς και σε όλους όσους την είχαν ανάγκη. Κάποιες που με δάκρυα ψυχής ήταν οι τελευταίες. Και κείνες οι άλλες που σαν νεκρό σε ανέσταιναν και στα ουράνια σε οδηγούσαν.
Μέχρι τις πιο πολύτιμες απ’ όλες!
Αυτές της κόρης μου, που αυθόρμητα χυμάει πάνω μου και “σ’ αγαπώ” μου λέει.
Κι όλος ο κόσμος μου γεμίζει χρώματα και η καρδιά μου ξεχειλίζει γλύκα! Μην τσιγκουνεύεστε τις αγκαλιές σας. Αγκαλιάστε τα παιδιά σας δυνατά, για να γίνουν ασπίδα τα χέρια σας, σε κάθε πόνο τους.
Αγκαλιάστε αυτόν που αγαπάτε, για να τρυπώσει ο ήλιος, ναρκωτικό στις φλέβες του και κάθε αμφιβολία να χαθεί!
Τη μάνα σας, που μεγάλωσε και πιότερο από ποτέ, τώρα την έχει ανάγκη.
Μην “φύγει” δίχως αγκαλιά, στον ουρανό να πάει και μείνει παραπονεμένη.
Τον αδερφό, το φίλο σου και όποιον δεις να κλαίει.
Ακόμη και το “ζωντανό”, που τίποτα δε λέει. Αγκαλιάστε μωρέ!
Μη φοβάστε. Ανοίξτε τα χέρια σας και κλείστε μέσα σφιχτά, αυτούς που αγαπάτε.
Νιώστε τους χτύπους της καρδιάς τους, να χτυπούν μαζί με τους δικούς σας,
δημιουργώντας μια συναυλία ηρεμίας και ψυχικής αναγέννησης.
Δεν μεταδίδει τίποτα κακό, μόνο αγάπη δίνει. Έχει διάρκεια και κρατά ακόμη και όταν ο άλλος έχει φύγει.
Το πιο φτηνό είναι γιατρικό, όλους τους πόνους σταματά, σπασμένα θρύψαλα κολλά, την ευτυχία κλείνει!
“Έλα να σου κάνω μια αγκαλιά να περάσει”!
Πηγή: loveletters.gr