Το Σεπτέμβριο του 1960 ξύπνησα ένα πρωί με 6 πεινασμένα παιδιά στο σπίτι και 75 σεντς στην τσέπη.
Ο πατέρας τους είχε εξαφανιστεί και τα αγόρια μου ήταν μεταξύ 3 μηνών και 7 χρονών.
Η αδερφή τους ήταν τεσσάρων.
Ο πατέρας τους ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από μία φιγούρα που απλά φοβόντουσαν. Όποτε άκουγαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου του να τρίζουν, έτρεχαν και κρύβονταν κάτω από τα κρεβάτια τους. Τουλάχιστον μας άφηνε 15 δολάρια για το μανάβικο όμως… Τώρα που αποφάσισε να φύγει, θα γλιτώναμε το ξύλο, αλλά θα μας έλειπε και το φαγητό.
Αν υπήρχε κάποιο σύστημα πρόνοιας στην Ιντιάνα εκείνη την εποχή, σίγουρα εγώ δεν ήξερα τίποτα γι” αυτό.
Έκανα μπάνιο τα παιδιά, έβαλα το καλύτερο φόρεμά μου (το είχα ράψει μόνη μου), τα φόρτωσα σε μία παλιά Chevy του ’51 και φύγαμε για να πάμε να βρω δουλειά.
Πήγαμε σε κάθε εργοστάσιο και εστιατόριο που υπήρχε στην μικρή μας πόλη. Τα μικρά έμεναν στο αμάξι και προσπαθούσαν να είναι ήσυχα όσο προσπαθούσα να πείσω όποιον καταδεχόταν να με ακούσει ότι ήμουν πρόθυμη να μάθω οποιαδήποτε δουλειά… ΕΠΡΕΠΕ να βρω δουλειά, αλλά και πάλι…
Το τελευταίο μέρος που πήγαμε ήταν λίγα μίλια έξω από την πόλη, ένα παλιό Root Beer Barrel που είχε μετατραπεί σε στάση για φορτηγά.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα ονόματι Granny ήταν η ιδιοκτήτριά του και έριχνε κλεφτές ματιές έξω από το παράθυρο προς το αυτοκίνητο που βρισκόταν τα παιδιά μου.
Χρειαζόταν κάποιον για την «νεκρή» βάρδια 11-7 το πρωί. Έδινε 65 σεντς την ώρα και μπορούσα να ξεκινήσω αμέσως.
Έτρεξα αμέσως σπίτι και τηλεφώνησα σε μία κοπελίτσα που έκανε babysitting, αλλά χρειάστηκε να διαπραγματευτώ μαζί της ώστε να δεχτεί να κοιμάται στον καναπέ μου για ένα δολάριο το βράδυ. Θα μπορούσε να έρχεται με τις πιτζάμες της και τα παιδιά θα τα είχα ήδη βάλει για ύπνο. Ευτυχώς συμφώνησε.
Εκείνο το βράδυ, πριν φύγω, γονατίσαμε όλοι μαζί και ευχαριστήσαμε τον Θεό που η μαμά βρήκε δουλειά.
Έτσι λοιπόν, ξεκίνησα να εργάζομαι στο Big Wheel. Όταν γύριζα στο σπίτι το πρωί ξυπνούσα την κοπέλα και την έστελνα στο καλό με ένα δολάριο στο χέρι. Ήταν σχεδόν τα μισά απ” ότι έβγαζα κάθε βράδυ.
Καθώς περνούσαν οι βδομάδες, τα έξοδα άρχισαν να συσσωρεύονται. Τα λάστιχα της Chevy μου είχαν την ανθεκτικότητα μπαλονιού και έπρεπε να τα γεμίζω αέρα δύο φορές την μέρα.
Ένα πρωί αφότου σχόλασα, σύρθηκα νυσταγμένη μέχρι το αυτοκίνητο μόνο και μόνο για δω ότι στο πίσω κάθισμα υπήρχαν 4 ολοκαίνουρια λάστιχα! Δεν υπήρχε καν σημείωμα!
Κανόνισα λοιπόν με το βουλκανιζατέρ να μου περάσουν τα νέα λάστιχα και ως αντάλλαγμα θα καθάριζα το γραφείο τους. Περισσότερη ώρα μου πήρε να τρίψω το πάτωμά τους, παρά να μου περάσουν τα λάστιχα…
Πλέον δούλευα 6 μέρες αντί για 5 αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετά. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και ήξερα πως δε θα είχα λεφτά να τους πάρω ούτε ένα παιχνιδάκι… Έτσι λοιπόν, βρήκα μία κόκκινη μπογιά και άρχισα να βάφω τα παλιά τους παιχνίδια, τα έκρυψα στο υπόγειο και κλείδωσα, ώστε να υπάρχει κάτι από τον Άγιο Βασίλη το πρωί.
Αλλά ήταν και τα ρούχα… Έβαζα το ένα μπάλωμα πάνω από το άλλο στα παντελόνια των αγοριών, αλλά σύντομα θα ήταν πέρα από κάθε επιδιόρθωση.
Παραμονή Χριστουγέννων και οι συνηθισμένοι πελάτες έπιναν τον καφέ τους στο Big Wheel. Ήρθαν και κάποιοι μουσικοί.
Στις 7 το πρωί που έκλεισα, ήταν πλέον Χριστούγεννα και για άλλη μία φορά με περίμενε μία τεράστια έκπληξη! Το αμάξι μου ήταν γεμάτο κουτιά κάθε μεγέθους και στο εσωτερικό τους βρισκόταν τζιν παντελόνια σε μέγεθος 2 με 10!
Σε ένα από τα άλλα υπήρχαν μπλουζάκια, ενώ κάποια άλλα…
Ήταν γεμάτα τρόφιμα, γλυκίσματα και προϊόντα καθαρισμού!
Ακόμη και παιχνίδια βρήκα!
Καθώς οδηγούσα μέσα από τους άδειους δρόμους με τον ήλιο να ανατέλλει, δεν κρατήθηκα και με πήραν τα κλάματα. Ήταν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα της ζωής μου! Και φυσικά δε θα ξεχάσω ποτέ την ευτυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των μικρών μου. Εκείνο τον χειμώνα υπήρχαν άγγελοι στην Ιντιάνα και όλοι σύχναζαν στο Big Wheel…