Κακή συνήθεια έχουμε εμείς τα –ντεμέκ– νοήμονα όντα όταν, για να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξή μας, παίζουμε παιχνίδια μ’ άλλους ανθρώπους -κολπάκια από ‘κείνα που μπορούν να πληγώσουν. Είναι πολύ όμορφο να είμαστε κοινωνικοί και να μας αρέσουν οι παρέες, η προσοχή, οι συζητήσεις, τα γέλια, τα χάδια, και τα χαχανητά κι είναι
πολύ άσχημο να κάνουμε τους άλλους να μας ερωτεύονται και στο τέλος –στην καλύτερη περίπτωση– να τους πετάμε την αλήθεια στα μούτρα σαν βρεγμένη πετσέτα με το «μα εγώ σε βλέπω φιλικά!» για απάντηση στην όποια διαχυτικότητά μας.Ναι, είναι μια μορφή πολέμου ο έpωτας και δεν κερδίζουμε πάντα, αλλά αυτό το παιχνίδι δε θέλουμε να έχει δάκρυα κι αίματα. Θα προτιμούσαμε η κατάληξή του να είχε φιλιά, χάδια, υγρές και καuτές στιγμές ή έστω αδιαφορία εξαρχής.
Το γνωστό φλερτ –κατά τη διεθνή ορολογία του– κι η εpωτοτροπία ελληνιστί, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά και ταυτόχρονα επικίνδυνο σπορ. Απ’ την ελληνική βερσιόν της λέξης είναι πασιφανές πως σκοπός του παιγνίου αυτού θα ήταν η τελική του κατάληξη να μας έβρισκε σε οριζόντια θέση, έχοντας καψουρευτεί το συμπαίχτη μας με δύναμη και πάθος.
Όχι, δε μιλάμε για το φλερτ που μπορεί να γίνει κάποιο βράδυ έξω, έτσι για να μας ανεβάσει τη διάθεση και να μας κάνει να νιώσουμε επιθυμητοί κι ελκυστικοί, αν δεν το νιώθουμε ήδη από μόνοι μας. Αναφερόμαστε σ’ εκείνα τα φλερτ που διαρκούν σχεδόν αιώνες, που δεν ξέρουμε τελικά αν μας γουστάρει ο άλλος και καταλήγουμε ν’ αναρωτιόμαστε αν το σeξουαλικό υπονοούμενο ήταν φιλικό ή μήπως τελικά είμαστε για να δούμε ειδικό ψυχικής υγείας ή έστω έναν οφθαλμίατρο, γιατί άλλα έβλεπαν τόσο καιρό τα ματάκια μας.
Για ποιο λόγο να φλερτάρουμε κάποιον αν δε βρίσκουμε κάτι ελκυστικό επάνω του, κάτι που να μας τραβάει και να μας κάνει να θέλουμε να τον βάλουμε κάτω; Γιατί να μπούμε στη διαδικασία να τον κάνουμε να θέλει ν’ ασχολείται μαζί μας και ν’ αποζητούμε το ενδιαφέρον του αν δεν έχουμε παρόμοιους στόχους και σκοπούς; Ποιος διάολος είναι αυτός που μας κάνει να πιστεύουμε πως έχουμε το δικαίωμα να παίζουμε με τα μυαλά και τις καρδιές των άλλων, επειδή το έχουμε εμείς ανάγκη συνειδητά ή ασυνείδητα; Γιατί μόλις η άλλη μεριά μας εκμυστηρευτεί πως μέχρι εδώ ήταν η αξιοπρέπεια, εξαφανιζόμαστε γιατί πιεστήκαμε απ’ τα συναισθήματά του;
Όταν δύο άνθρωποι μπαίνουν σε μια διαδικασία να γνωριστούν και να φλερτάρουν, επενδύουν. Και μάλιστα επενδύουν πολλά. Μυαλό, συναίσθημα, χρόνο, σκέψεις, αυθεντικότητα, προτερήματα κι ελαττώματα . Όλα εκείνα που είναι πολύτιμα για τον καθένα από μας και που τα κρατάμε σχεδόν πάντα για τον εαυτό μας, γιατί δε θέλουμε να γίνουμε ευάλωτοι στα χέρια κάποιου άλλου, έτσι ώστε να μπορεί να μας συνθλίψει ανά πάσα στιγμή γνωρίζοντας τις αδυναμίες μας. Εθελοντικές προσφορές του πραγματικού εγώ μας, που έχουν γίνει τόσο δυσεύρετες και πολύτιμες πια στην αυθεντική και πρωτόγονη μορφή τους, χωρίς μάσκες και προσχήματα.
Θέλουμε κάποιον, τον φλερτάρουμε κι αν δούμε ανταπόκριση, το μυαλό μας θα πάει στο ότι μας θέλει κι εκείνος. Ειδικά αν τα υπονοούμενα δίνουν και παίρνουν. Φυσικά και θα το περάσουμε από κριτική διαδικασία με πάμπολλες λογικές αναλύσεις κι εννοείται πως θα κάνουμε τα μικροτεστάκια μας για να δούμε αν αντιλαμβανόμαστε την κατάσταση σωστά. Είναι επακόλουθο πως όταν φλερτάρουμε κι αρχίσουμε να ερωτευόμαστε, συνήθως γεμίζουμε ανασφάλειες μήπως δεν έχουμε καταλάβει τι γίνεται στ’ αλήθεια και βρεθούμε εκτεθειμένοι στα καλά καθούμενα. Οπότε η λογική ανάλυση κι η κριτική σκέψη είναι δεδομένες προτού αφεθούμε συναισθηματικά.
Γιατί όσοι δε φλερτάρουν για πλάκα ή από ανασφάλεια ή επειδή δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν, έχουν αρχίσει κι αναπτύσσουν συναισθήματα εφόσον έχουν περάσει την όλη κατάσταση από χίλια κόσκινα μέσα στο μυαλό τους. Κι όταν το μυαλό χαλαρώσει, γιατί η ανταπόκριση είναι ορατότατη κι ευδιάκριτη, τότε η καρδιά χτυπάει δυνατά, η ταχύτητα ροής του αίματος αυξάνεται, οι προσδοκίες κι η ανυπομονησία έχουν χτυπήσει κόκκινο και τ’ αποθέματα υπομονής έχουν εξαντληθεί. Περιμένουν την εξέλιξη κι εξέλιξη δε βλέπουν αφού η άλλη μεριά δεν είχε κανένα τέτοιο σκοπό εξαρχής!
Είναι δειλία, το λιγότερο, να παίζουμε με τα συναισθήματα κάποιου ενώ δεν έχουμε πρόθεση να προχωρήσουμε σε κάτι περισσότερο μαζί του, αλλά πολύ γουστάρουμε που τον κάναμε να δαγκώσει τη λαμαρίνα και πολύ στεναχωριόμαστε τώρα που δεν μπορούμε να του δώσουμε αυτό που θέλει -γιατί είμαστε και καλοί άνθρωποι! Είναι διπροσωπία και ναρκισσισμός να πιστεύουμε πως αν κάνουμε κάποιον να μας θέλει –ενώ εμείς ζητούσαμε απλώς να χαριτολογήσουμε και να μας προσέξουν– είμαστε μεγάλοι και τρανοί.
Μαγκιά δεν είναι να κάνουμε κάποιον να μας ερωτευτεί. Μαγκιά είναι να μη δημιουργούμε συναισθήματα για μας σε κάποιον που δεν τον βλέπουμε εpωτικά, επειδή εμείς δεν ξέρουμε να διαχειριστούμε τα δικά μας ούτε καν για τον ίδιο μας τον εαυτό!
Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
Πηγή: pillowfights.gr