Η ιδέα ότι η κατάθλιψη μπορεί να είναι μια βιολογική προσαρμογή, παρά μια ψυχική διαταραχή, είναι μία συγκλονιστική εξελικτική προσέγγιση.
Κάθε στιγμή, περίπου το 5% του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών, αναφέρει ένα μέτριας ή μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο.
Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή είναι τόσο συνηθισμένη που εκτιμάται ότι ένας στους έξι ανθρώπους, θα τη βιώσει σε κάποιο σημείο της ζωής του.
Ο επιπολασμός της κατάθλιψης παρουσιάζει επίσης οικονομικά προβλήματα. Είναι μία από τις πιο κοινές αιτίες δυσλειτουργικότητας και αναπηρίας, έχει επιπτώσεις στο χώρο εργασίας και είναι υπεύθυνη για ένα πλήθος δαπανών που σχετίζονται με την αυτοκτονία. Το οικονομικό βάρος της κατάθλιψης μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι ανήλθε σε 210,5 δισ. δολάρια το 2010.
Γιατί λοιπόν μια τέτοια εξουθενωτική κατάσταση επηρεάζει τόσους πολλούς ανθρώπους;
Η παραδοσιακή αντίληψη είναι ότι η κατάθλιψη είναι μια κατάρρευση του τρόπου που τα πράγματα υποτίθεται ότι δουλεύουν στον εγκέφαλο μας, όπως χημικές ανισορροπίες που μπορούν να αποκατασταθούν μέσω ενός συνδυασμού φαρμάκων και μεταβολών συμπεριφοράς.
Αλλά υπάρχει και η θεωρία που υποστηρίζει ότι αντί η κατάθλιψη να είναι καθαρά μια διαταραχή, μπορεί να είναι μια συγκεκριμένη στρατηγική συμπεριφοράς που έχουμε εξελίξει, δηλαδή μια βιολογική προσαρμογή που εξυπηρετεί έναν σκοπό. Αυτός ο σκοπός μπορεί να είναι ότι πρέπει να σταματήσουμε ότι κάνουμε, για να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε ένα σημαντικό πρόβλημα.
Οι Άντριους και Τόμσον επεξεργάστηκαν πρώτοι την ιδέα αυτή, που ονομάζεται «υπόθεση αναλυτικού μηρυκασμού», σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Psychological Review το 2009.
Η βασική ιδέα είναι ότι αυτό που θεωρούμε σαν διαταραχή, στην πραγματικότητα είναι ένας τρόπος που ο εγκέφαλός μας αναλύει και υπερναλύει ένα πρόβλημα, με την ελπίδα να βρεθεί ένας τρόπος αντιμετώπισης του.
Οι ερευνητές προτείνουν ότι ένα δύσκολο ή περίπλοκο πρόβλημα, προκαλεί μια «καταθλιπτική» αντίδραση σε μερικούς ανθρώπους που τους βάζει σε ένα είδος αναλυτικής λειτουργίας.
Με την κατάθλιψη υπάρχει μια αύξηση στον μηρυκασμό, στην εμμονή για την πηγή του πόνου, μαζί με αυξημένη αναλυτική δραστηριότητα στον εγκέφαλο και τον ύπνο REM, που βοηθά στην επεξεργασία της μνήμης. Ένα σημαντικό σύμπτωμα της κατάθλιψης είναι η ανηδονία, η αδυναμία δηλαδή να απολαύσετε τις συνήθεις δραστηριότητες. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, αυτά τα πράγματα θα μπορούσαν να διαταράξουν αυτή τη φάση «επεξεργασίας».
Αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να εξηγήσει το γεγονός ότι τα περισσότερα καταθλιπτικά επεισόδια συμβαίνουν μετά από ένα σημαντικό γεγονός στη ζωή μας, όπως ο θάνατος ή το τέλος μιας σχέσης.
Οι Άντριους και Τόμσον στο άρθρο τους, υποδεικνύουν ακόμη ότι η ιδέα αυτή θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί η κατάθλιψη και το άγχος έχουν συννοσηρότητα.
Υποθέτουμε ότι η κατάθλιψη και το άγχος συχνά συνυπάρχουν επειδή ορισμένα προβλήματα απαιτούν τόσο την ανάλυση (προωθούμενη από καταθλιπτική επίδραση) όσο και την επαγρύπνηση (προωθούμενη από το άγχος), έγραψαν στο άρθρο τους. Η ανάλυση επιτρέπει σε κάποιον να κατανοήσει τον παράγοντα υποκίνησης. Η επαγρύπνηση είναι ένας τρόπος να προσπαθήσουμε να την εμποδίσουμε από το να ξανασυμβεί.
Οι συνέπειες για τη θεραπεία
Όσο συναρπαστικές και να είναι οι εξελικτικές εξηγήσεις, είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι είναι σωστές, ειδικά αν δεν έχουν ακόμη ενισχυθεί από άλλες έρευνες.
Η ιδέα ότι η κατάθλιψη μπορεί να είναι μια βιολογική προσαρμογή, παρά μια διανοητική διαταραχή δεν έχει ακόμη τη συναίνεση της κοινότητας της ψυχικής υγείας. Και ακόμα κι αν η υπόθεση είναι σωστή, είναι πιθανόν ελλιπής και δεν εξηγεί όλες τις πτυχές της κατάθλιψης.
Τα πολύπλοκα προβλήματα συνήθως έχουν διάφορες αιτίες. Περίπου το 20% των περιπτώσεων κατάθλιψης δεν ακολουθούνται μετά από ένα σημαντικό συμβάν ζωής, μπορεί να υπάρχει κάποια αιτία στο παρελθόν, αλλά δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γενετική μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στην ευαισθησία ενός ατόμου στην κατάθλιψη. Όπως επισημαίνουν οι Άντριους και Τόμσον, υπάρχουν διάφοροι τύποι κατάθλιψης, μερικοί από τους οποίους μπορεί να έχουν διαφορετικές αιτίες. Λένε επίσης ότι υπάρχουν εναλλακτικές εξελικτικές εξηγήσεις που θα μπορούσαν να συνυπάρχουν με την υπόθεσή τους.
Αν όμως η υπόθεση του αναλυτικού μηρυκασμού θα μπορούσε να επικυρωθεί περαιτέρω, θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις για το πώς αντιμετωπίζουμε αυτό το είδος ψυχικής ασθένειας στο μέλλον.
Σε αυτή την περίπτωση, η προσέγγιση για τη θεραπεία της κατάθλιψης θα μπορούσε να αλλάξει για να αντιμετωπίζει περισσότερο την υποκείμενη αιτία παρά να θεραπεύει μόνο τα συμπτώματα. Ένας ανθρωπολόγος είπε ότι εάν η θεωρία είναι σωστή, η αντιμετώπιση της κατάθλιψης με αντικαταθλιπτικά φάρμακα, μπορεί να είναι σαν να θεραπεύεις ένα σπασμένο οστό με παυσίπονα αντί να παρέχονται και παυσίπονα και ένας γύψος για να βοηθήσουν να επουλωθεί το σπάσιμο. Με αυτή τη λογική, η ψυχοθεραπεία θα ήταν ένα σημαντικό μέρος της θεραπείας, καθώς μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να καταλάβουν καλύτερα και να αντιμετωπίσουν αυτό που θα μπορούσε να είχε προκάλεσει τα καταθλιπτικά επεισόδια τους.
Τα παραδοσιακά αντικαταθλιπτικά φάρμακα είναι πολύ αποτελεσματικά, ακόμη και ζωτικής σημασίας, για μερικούς. Αλλά αυτές οι προσεγγίσεις δεν λειτουργούν μακροπρόθεσμα για όλους, γι’ αυτό και οι ερευνητές διερευνούν κάθε είδους διαφορετικές θεραπείες.
Ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι η κατάθλιψη είναι ένα είδος εξελικτικού «εργαλείου» ή προσαρμογής, δεν θα βοηθούσε αναγκαστικά τους ανθρώπους να λύσουν το πρόβλημα που την προκάλεσε. Όμως, νέες θεωρητικές προσεγγίσεις για τη θεραπεία της κατάθλιψης, μπορεί να μας βοηθήσουν να σκεφτούμε νέες ή καλύτερες μορφές θεραπείας, κάτι που είναι πάντα ευπρόσδεκτο.