Η βιομηχανική επανάσταση, από τα μέσα του 18ου αιώνα κι εντεύθεν, οδήγησε τις κοινωνίες σε οικονομική ευημερία και ύψωσε το βιοτικό τους επίπεδο σε επίπεδα που το ανθρώπινο είδος δεν είχε ίσως βιώσει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής του πορείας πάνω στον πλανήτη. Η ίδια όμως η βιομηχανική επανάσταση απαίτησε ακαρπό την κοινωνία να την τροφοδοτήσει με μια σειρά νέων ειδικοτήτων προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της ώστε να εδραιώσει την παρουσία της και να επεκταθεί. Από το χρονικό σημείο εκείνο κι έπειτα, η Παιδεία άλλαξε τη μορφή και τον προσανατολισμό της κι ενδύθηκε το μανδύα της -τεχνικής κυρίως- εκπαίδευσης. Μαθηματικά και φυσική και χημεία, όλα με απόλυτη εξειδίκευση, οικονομικά και διοίκηση και μηχανολογία αλλά και μια σειρά άλλων επιστημών εκτόπισαν από το σύστημα της ανατροφής και της παιδείας των μαθητών τις -παροπλισμένες και άχρηστες- για τη βιομηχανία Τέχνες.
Η Παιδεία όπως θα έπρεπε να είναι, από το ιστορικό σημείο εκείνο και στη συνέχεια προσπαθεί ασθμαίνουσα να πάρει τη θέση που της αρμόζει μέσα στις αίθουσες των σχολείων. Χάθηκε μέσα από τις καρδιές και τις ψυχές των παιδιών, που διδάσκονται πια να αδιαφορούν γι’ αυτή και να κυνηγούν τα όνειρά τους με μόνα εργαλεία τα στεγνά από την ουσία του Ανθρώπου μεταπτυχιακά και τα άνυδρα διδακτορικά της απόλυτης εξειδίκευσης. Δεν τα καταφέρνει και χάνει διαρκώς στον αγώνα της απέναντι στην (τεχνική) εκπαίδευση. Δυστυχώς! Χωρίς να υποτιμούμε -το αντίθετο μάλιστα πιστεύουμε- την αξία των μεταπτυχιακών και των διδακτορικών, τα οποία έχουν τις βάσεις τους στο σύστημα εκπαίδευσης μέσα στις αίθουσες των σχολείων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προσπαθούμε να επισημάνουμε το αυτονόητο. Η Τέχνη είναι μια ψυχική δραστηριότητα που οδηγεί στη δημιουργία κι επικαλείται πάντοτε το συναίσθημα, επικαλείται δηλαδή και υπενθυμίζει στον άνθρωπο… τον Άνθρωπο! Αυτό, απ’ όλα όσα μπορούμε εμείς οι κατακτητές της Γης να κάνουμε, μονάχα η Τέχνη μπορεί να το καταφέρει.
Το σύστημα της εκπαίδευσης, σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη, προκρίνει τη διοίκηση επιχειρήσεων από τις εικαστικές τέχνες, τα ολοκληρώματα στα μαθηματικά από το θέατρο, την εξελιγκτική βιολογία από τη γλυπτική και τα θρησκευτικά από τη μουσική. Έχουμε ξεχάσει, γιατί επιτρέψαμε στους κυβερνώντες και αποφασίζοντες, πως η Τέχνη ενέχει μέσα της το στοιχείο του μυστηρίου που οδηγεί την ψυχή να βλέπει -χωρίς να χρησιμοποιεί τα βιολογικά μάτια- και να αγάλλεται! Ξεχασμένο σήμερα σε σκονισμένα βιβλία το ρήμα, το ‘αγάλλομαι’, που δεν τον συναντάμε πουθενά στην καθημερινότητά μας εκτός κι αν περάσουμε φευγαλέα δίπλα από κάποιο βεβηλωμένο από κακόγουστα γκράφιτι άγαλμα, απόρροια κι αυτή η κακοποίηση της εκπαίδευσης που στερείται ουσίας. Ακόμα κι εκείνο το απομεινάρι Τέχνης που προσπαθεί να δώσει χρώμα στα σχολεία, η Λογοτεχνία, συνήθως κακοποιείται επειδή τα αναλυτικά προγράμματα διδασκαλίας επιτάσσουν να διδάσκεται ως συμπλήρωμα της γραμματικής και του συντακτικού αφήνοντας εκτός τα υψηλά νοήματα και την αξία των ίδιων των έργων. Μήπως γι’ αυτό οι σχολικές αίθουσες είναι τόσο παγερά κρύες; Τολμά άραγε κανείς να ρωτήσει γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι κοινωνίες δεν προβαίνουν στη νόμιμη άμυνα έναντι της κακοποίησης αυτής, όπως έχουν υποχρέωση, και να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο αυτό; Μήπως, επειδή οι ίδιες έχουν καταντήσει να λειτουργούν καθ’ εικόνα και ομοίωση της πολιτικής και της οικονομίας αντί να συμβαίνει το αντίθετο;
Η μαγιά πάνω στην οποία καλλιεργήθηκε και μεγαλούργησε το ανθρώπινο πνεύμα σε όλους τους ιστορικούς χρόνους δεν ήταν άλλη από την Τέχνη. Όμως, από τα θεωρικά[1] στην Αρχαία Ελλάδα φτάσαμε στη λατρεία των ‘ινδαλμάτων’ του ποδοσφαίρου σήμερα κι όλη εκείνη η μεγαλοπρέπεια του ανθρώπινου πνεύματος κλείστηκε μέσα σε μια δερμάτινη μπάλα που καθιστά το επιδέξιο λάκτισμα πολύτιμο προϊόν πώλησης και διαφήμισης. Η Τέχνη απουσιάζει από τα σχολεία και μοιραίο είναι να απουσιάζει κι από τη ζωή μας. Το δυστύχημα όμως είναι πως απουσιάζει πια και από την ψυχή μας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο ψυχισμός του σύγχρονου ανθρώπου έγινε σκληρός σαν το τσιμέντο των μεγαλουπόλεων και ψυχρός σαν τα παγωμένα αναψυκτικά των θελκτικών διαφημίσεων. Αδιαφορεί πια για εκείνο που θα τον κάνει να ξεχωρίσει, που θα του δώσει τη δυνατότητα να δαμάσει το χρόνο και την ιστορία, που θα τον κάνει να σκεφτεί όπως ο θεός ώστε να έχει τη δύναμη να συγχωρεί και να βοηθά τον συγκάτοικό του σ’ αυτόν τον πλανήτη. Καταργήσαμε από την καθημερινότητά μας το χρώμα της ζωγραφικής, την κίνηση του χορού, το μεγαλείο και τη διδαχή του θεάτρου αλλά και τη δύναμη της τέχνης του λόγου. Όλα τα κλείσαμε μέσα στα μαθηματικά, τη φυσική, τη χημεία, την οικονομία και τη διοίκηση των επιχειρήσεων και στις μέρες μας τα χωρέσαμε στα κινητά μας τηλέφωνα για να μην αφήνουμε τους εαυτούς μας να θαυμάζει το ωραίο, το μεγάλο και τ’ αληθινό… Γιατί ξεχάσαμε τον Παλαμά. Γιατί ξεχάσαμε τους ποιητές και τους ζωγράφους. Γιατί κλείσαμε την πόρτα της καθημερινότητάς μας σε όλους αυτούς που γέννησαν πολιτισμό. Γιατί την κρατάμε ακόμα κλειστή;
Εύλογα θα ρωτήσει κάποιος: Μήπως θα ήταν προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας να αφήσουμε για λίγες στιγμές την (τεχνική) εκπαίδευση έξω από τα διδακτικά προγράμματα του σχολείου και να εισάγουμε σ’ αυτά την πραγματική Παιδεία; Μήπως πρέπει η Τέχνη να γίνει μέρος της καθημερινότητας στα σχολεία της πατρίδας μας; Όχι να διδάξουμε στους μαθητές μουσική και θέατρο και ζωγραφική αλλά να τους δώσουμε τη δυνατότητα να βιώσουν τα έργα της Τέχνης. Να κατανοήσουν τι πρεσβεύει και γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη την Τέχνη για να είναι ολοκληρωμένος ως προσωπικότητα. Η Τέχνη ‘καταστρέφει’ την αδιαφορία, την απάθεια, τον κυνισμό, το ρατσισμό, το μίσος και μια σειρά άλλων παθογενειών. Καταστρέφει όμως και τη δημαγωγία γιατί δημιουργεί σκεπτόμενους πολίτες. Καταστρέφει το σκοτάδι και δημιουργεί φως. Αν λοιπόν αναλογιστεί κανείς ποιος είναι εκείνος που δε θέλει την Τέχνη ως μια βιωματική εμπειρία στο σχολείο ας ρωτήσει απλώς: Ποιος θέλει το σκοτάδι και ποιος το φως;…
_
[1] Τα θεωρικά ήταν χρήματα που πρόσφερε η Αθήνα στους άπορους πολίτες της για να παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις.