Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Απόψε είχε πιει κάνα δυο ποτά, κι η σκέψη της τριγυρνούσε συνέχεια σε εκείνον, κι ας μην είχε περάσει πολύς καιρός που είχανε χωρίσει οι δυο τους!
Αντιστάσεις δεν είχε απόψε, ούτε λογική, της έλλειπε πολύ.
Πήρε το τηλέφωνο της και τον κάλεσε, σχεδόν ξημερώματα.
“Ναι”, της απάντησε, με φωνή μπάσα, που ψιθύριζε, κι ίσα που έβγαινε μέσα στον ύπνο του.
“Σε θέλω”, του είπε, μα πριν προφτάσει να πει άλλη λέξη, της έκλεισε το τηλέφωνο, απότομα μέσα στα μούτρα της.
Εκείνη πάγωσε, έμεινε λίγο ασάλευτη στην θέση της και σκεφτόταν μόνη της, γεμάτη από ενοχές κι από ντροπή. “Έκανα λάθος η ανόητη, δεν έπρεπε”, μονολογούσε!
Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά, και ξαφνικά χτύπησε η πόρτα της!
Κι όταν την άνοιξε, τον είδε μπροστά της.
“Ήρθα”, της είπε μονολεκτικά κι εκείνη σάστισε, της κόπηκαν τα πόδια.
Την έπιασε από το χέρι, την τράβηξε κοντά του και της έδωσε ένα υγρό και παθιασμένο φιλί στο στόμα.
Κι ύστερα την σήκωσε στα χέρια του, την πήγε στον κρεβάτι της και την άφησε τρυφερά πάνω σε αυτό, σαν να ακουμπούσε κάτι πολύτιμο κι εύθραυστο συνάμα. Της έβγαλε μόνος του τα ρούχα της, έβγαλε και τα δικά του και πλάγιασε δίπλα της.
Για λίγο δεν της μιλούσε, την κοίταζε στα μάτια, και μέσα στα μάτια της τα διάβαζε όλα!
Γιατί αυτός δεν ήταν παιδάκι, έβλεπε ολοκάθαρα την ζάλη της από το ποτό, μα και την ζάλη της από την εικόνα που είχε εκεί μπροστά της. Έβλεπε και την ζάλη από το αρσενικό άρωμα που έμπαινε στα ρουθούνια της και την αναστάτωνε. Έβλεπε το ευχάριστο ξάφνιασμα της. Έβλεπε όμως και την ευτυχία της, το παιδιάστικο χαμόγελο της, που σιγά σιγά άλλαζε μορφή και γινόταν πόθος ανακατεμένος με λατρεία.
“Για πες μου τώρα λοιπόν, τι μου είπες στο τηλέφωνο”; Την ρώτησε.
“Τότε σου είπα σε θέλω, μα τώρα θα προσθέσω κι ένα σ΄ αγαπάω. Κάνε μου έρωτα”! Του είπε…
Έτσι κι έγινε!
Εκείνο το ξημέρωμα έκαναν έρωτα άγριο και δυνατό, και τίποτα λιγότερο.
Γιατί τελικά αυτό ακριβώς είναι ο έρωτας, να σου λέει εκείνη “θέλω” και να της απαντάς εσύ “μπορώ”!