in

Δεν είναι η Αράχωβα: Ο Χειμερινός Παράδεισος υπάρχει και βρίσκεται 400 χιλιόμετρα από την Αθήνα

Μυρωδιές από ξύλο που καίγεται στο τζάκι. Και από χώμα ­ έτσι όπως σπάνια μυρίζει στην Αθήνα τις πολύ βροχερές ημέρες του φθινοπώρου.

Η φύση σού επιβάλλει την παρουσία της αμέσως μόλις πατήσεις το πόδι σου εδώ. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει και διαφορετικά αφού βρισκόμαστε στα 1.100 μέτρα μιας βουνοπλαγιάς της Πίνδου. Σε έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς του χειμώνα που παραμένει πόλος έλξης «εγχώριων» και μη τουριστών καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου: το Μέτσοβο στο Νομό Ιωαννίνων.

Μια πολιτεία ανθηρή που κατορθώνει να διατηρεί την πολιτισμική παράδοσή της ως ένα κομμάτι ζωντανό, ενταγμένο στην καθημερινή πρακτική μέσα από τα παραμύθια των παππούδων, τον χορό και το κέντημα.

Η ζωντανή ιστορική μνήμη του Μετσόβου είναι άλλωστε αυτή που θα σε βοηθήσει να εντοπίσεις ανάμεσα στις δεκάδες ταμπέλες που υπάρχουν σχεδόν παντού, τα ιδιαίτερα κομμάτια της γοητείας αυτού του τόπου: Την αρχιτεκτονική όψη του, αλλά και αυτή την έντονη παρουσία του ξύλου που συνεχίζουν πολλοί να δουλεύουν με τον τρόπο των παππούδων τους, των ξακουστών «σκαλιστάδων», που ξεκινούσαν κάποτε από εδώ για να διασχίσουν με τα καραβάνια τους τα βουνά της Βαλκανικής φθάνοντας ως τον Δούναβη και ακόμη παραπέρα.

Το δεύτερο πράγμα που σου «επιβάλλεται» είναι οι άνθρωποι. Και δεν είναι μόνο οι Μετσοβίτισσες με τις παραδοσιακές φορεσιές που θα δεις τις Κυριακές να τριγυρνούν στον αυλόγυρο της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής ή οι γέροντες με τις μαύρες κάπες που συγκεντρώνονται τα πρωινά κάτω από τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας.

Είναι οι ίδιοι οι κάτοικοι που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας ανθηρής κοινωνίας, ενισχυμένης αισθητά τόσο από την εντυπωσιακή τουριστική ανάπτυξη όσο και από τις πρωτοβουλίες του Ιδρύματος Τοσίτσα που διατηρεί μεταξύ άλλων πρότυπο τυροκομείο αλλά και οινοποιείο στο οποίο ωριμάζει και εμφιαλώνεται το περίφημο κρασί του Μετσόβου, το «Κατώι».

Το ενημερωτικό έντυπο που διανέμεται άλλωστε στους επισκέπτες είναι ενδεικτικό: «Είμαστε 3.500 περίπου κάτοικοι και, όπως θα διαπιστώσετε, δεν ξενιτευόμαστε πια».

Στο Μέτσοβο θα βρει κανείς τον Αβερώφειο Κήπο που συγκεντρώνει όλα τα είδη δέντρων της Πίνδου, τις πηγές του Αράχθου στο Κάτω Μέτσοβο, τον περίφημο «Κάμπο του Δεσπότη» με την οργιώδη βλάστηση λίγο πιο πάνω από τη θέση «Κρύα Βρύση» όπου απλώνονται οι Πολιτσιές, το οροπέδιο με τις οξιές και τα έλατα.

Το όνομα του Μετσόβου μνημονεύεται για πρώτη φορά σε ένα ανώνυμο χρονικό των Ιωαννίνων που χρονολογείται στα μέσα του 14ου αιώνα. Ο τόπος αποκτά ιδιαίτερη σημασία την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν ­ λόγω της ειδικής γεωγραφικής θέσης του ­ τυγχάνει προνομιακής μεταχείρισης και αναδεικνύεται σε ένα από τα σημαντικότερα αρματολίκια της περιοχής.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα αναπτύσσει εντυπωσιακά όλες τις εκφάνσεις του ορεινού πολιτισμού, ανάπτυξη την οποία οφείλει σε μεγάλο βαθμό στα γενναία κληροδοτήματα μετσοβιτών ευεργετών, όπως του Μιχαήλ Τοσίτσα, του Γεωργίου Αβέρωφ και του Νικολάου Στουρνάρη. Παραδόξως ο τόπος εισέρχεται σε μια περίοδο παρακμής μετά την απελευθέρωση του ’12, η στασιμότητα αυτή όμως δεν διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η άνθηση τόσο στην κοινωνική όσο και στην οικονομική ζωή του θα επιστρέψει, αυτή τη φορά χάρη στις πρωτοβουλίες του Ιδρύματος του βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα.

Για να αντιληφθεί κανείς τη σοφία με την οποία όριζαν τον προσωπικό τους χώρο οι Μετσοβίτες αρκεί μια επίσκεψη στο Αρχοντικό Τοσίτσα, έστω και αν σε αυτό δεν θα γνωρίσει κανείς τον τρόπο που ζούσαν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Αναστηλωμένο εκ βάθρων προκειμένου να χτιστεί στα πρότυπα του 1829, το Αρχοντικό στεγάζει σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο.

Εδώ θα δείτε τις μεσάντρες και τα ξυλόγλυπτα ταβάνια, τις «μπουχαροποδιές», καθώς και αντικείμενα οικιακής τέχνης, υφαντά, ξυλόγλυπτα, όπλα αλλά και αγροτικά σκεύη ικανά να ανασυνθέσουν εικόνες από την καθημερινή ζωή του περασμένου αιώνα. Ακόμη και αν θεωρείτε τη λειτουργία ενός Λαογραφικού Μουσείου επιβεβλημένη για μια τόσο ανεπτυγμένη τουριστικά πολιτεία όπως το Μέτσοβο, δεν θα μπορούσατε να αντιμετωπίσετε με τον ίδιο τρόπο και τη λειτουργία μιας Πινακοθήκης και μάλιστα ιδιαίτερα δραστήριας.

Την Πινακοθήκη Αβέρωφ του Μετσόβου θα τη βρείτε πίσω από τον λόφο που κυριαρχεί στην κεντρική πλατεία. Λειτουργεί από το 1988 με τακτικές εργασίες επέκτασης και εκσυγχρονισμού των κτιριακών εγκαταστάσεών της και με μια μόνιμη, πέραν των περιοδικών, έκθεση με έργα σημαντικών ελλήνων καλλιτεχνών του 19ου και του 20ού αιώνα.

Ηταν το 1960 όταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ ανακάλυψε κάτω από την καπνιά τις τοιχογραφίες που κοσμούσαν τον ναό του Αγίου Νικολάου. Στα χρόνια που ήρθαν το μοναστήρι ανασύρθηκε από την εγκατάλειψη και τη βεβήλωση για να αποτελέσει έκτοτε ένα σημαντικό αξιοθέατο της περιοχής. Οχι όμως και το μοναδικό.

Οι εκκλησίες αποτελούν πάντα έναν σημαντικό πόλο έλξης για τους επισκέπτες, με σημαντικότερες από αυτές τον πλακοσκέπαστο ναό της Αγίας Παρασκευής με την αναμνηστική στήλη του Κοσμά του Αιτωλού κάτω από τον πλάτανο όπου δίδαξε το 1767 αλλά και τον ναό του Αγίου Γεωργίου στην καρδιά του Αβερώφειου Κήπου.

Μια επίσκεψη στο Μέτσοβο δίνει την ευκαιρία για μικρές εξορμήσεις στην περιφέρειά του. Σε μικρή απόσταση θα συναντήσετε τα χωριά Μηλιά, Ανήλιο και Ανθοχώρι με μια αυθεντικότερη ίσως όψη της ορεινής Ηπείρου. Το φθινόπωρο είναι εξάλλου και η πλέον κατάλληλη εποχή για να κάνετε τον γύρο της Λίμνης ­ μια απόσταση 45 χιλιομέτρων ­ που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στο οροπέδιο πάνω από το Μέτσοβο με φράγματα που κατασκεύασε η ΔΕΗ.

via

12 ιδιοφυείς καλλιτέχνες με περίεργες μεθόδους δουλειάς. Έτρωγαν μπογιές, έφτυναν σε πίνακες και άλλοι δούλευαν γυμνοί.

Εκπληκτικό κείμενο για την Ελλάδα: Η τελευταία λέξη που θα ακουστεί πάνω στην Γη, θα είναι Ελληνική