Ο Αμερικανός οφθαλμίατρος Άλαν Σκοτ, έφυγε απο τη ζωή σαν σήμερα το 2021 σε νοσοκομείο της Καλιφόρνιας, σε ηλικία 89 ετών.
Ο Σκοτ πρωτοστάτησε στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων του Botox στον τομέα των καλλυντικών εντελώς τυχαία. Σκοπός του ήταν να χρησιμοποιήσει την βοτουλινική τοξίνη (ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οργανικά δηλητήρια) για τη θεραπεία του στραβισμού χωρίς χειρουργική επέμβαση.
Η τοξίνη αυτή προοριζόταν αρχικά για στρατιωτική χρήση, αλλά όταν κρίθηκε ακατάλληλη για χρήση ως χημικό όπλο, αξιοποιήθηκε από επιστήμονες που δεν είχαν σχέση με τον στρατιωτικό τομέα και επαγγελματίες του ιατρικού τομέα, συμπεριλαμβανομένου του Σκοτ, ο οποίος είχε εργαστεί τη δεκαετία του 1960 στο Ινστιτούτο Οφθαλμολογικών Ερευνών Smith-Kettlewell, στο Σαν Φρανσίσκο.
Ο Σκοτ ήθελε να χρησιμοποιήσει τις παραλυτικές ιδιότητες της τοξίνης για τη θεραπεία του στραβισμού, για την οποία τελειοποίησε το σκεύασμα ώστε να ενισχύσει το επιθυμητό αποτέλεσμα και τις ιδιότητές του.
Το 1991, η φαρμακευτική εταιρεία Allergan αγόρασε το σκεύασμά του, το οποίο ονόμασε Botox. Μέχρι τότε, οι γιατροί που το χρησιμοποιούσαν είχαν παρατηρήσει ότι το Botox, εκτός από τη διόρθωση του στραβισμού, είχε αρχίσει να εξομαλύνει μερικές από τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια.
Το 2002, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) ενέκρινε το σκεύασμα ως καλλυντικό προϊόν για την αφαίρεση των ρυτίδων όχι μόνο στο πρόσωπο αλλά και στο σώμα. Από τότε το Botox κυκλοφορεί ενεργά στην παγκόσμια αγορά και εκτιμάται ότι τουλάχιστον 11.000.000 άνθρωποι το χρησιμοποιούν.
Ο ίδιος ο Σκοτ, σύμφωνα με την «Washington Post», δεν έπαψε ποτέ να θαυμάζει αυτή τη χρήση του σκευάσματος που ο ίδιος δημιούργησε, μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
«Η ζωή είναι ένα μυστήριο και είναι εκπληκτικό το τι συμβαίνει σ’ αυτήν» , είχε δηλώσει κάποτε ο Αλαν Σκοτ στην εφημερίδα «San Francisco Chronicle» σχετικά με το Botox.